- γλαυκόχροος
- γλαυκό-χροος, ὁ, ἡ, acc. γλαυκόχροα,A grey-coloured, of the olive, Pi.O.3.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαυκόχροος — γλαυκόχροος, ο, η (Α) αυτός που έχει γλαυκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + χροος < χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek
γλαυκόχροος — grey coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)